- ευσυμπάθητος
- εὐσυμπάθητος, -ον (Μ)1. αυτός που συμπάσχει ψυχικά με κάποιον ο οποίος υποφέρει2. εκείνος που εκφράζει συμπόνια («εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών»)3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσυμπάθητονη ψυχική τάση για συμπόνοια, η διάθεση για συμπάθεια («πῶς ἂν ἄλλως τὸ θεομίμητον ὑμῶν καὶ εὐσυμπάθητον ὑπεδείχθη;», Στουδ. Θεόδ.).επίρρ...εὐσυμπαθήτως (Μ)συμπονετικά, ευσπλαγχνικά.
Dictionary of Greek. 2013.